Το Καστελλόριζο

Η Ιστορία του Νησιού

...Μικρό μου Καστελλόριζο και πολυπικραμένο από τα Δωδεκάνησα εσύ' σαι ξακουσμένο

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Το μικρό αλλά ιστορικό νησάκι Καστελλόριζο ονομαζόταν τ' αρχαία χρόνια Μεγίστη, είτε από τον πρώτο οικιστή του Μεγιστέα είτε επειδή βρίσκεται ανάμεσα σε πολλά τριγύρω του μικροπετρόνησα κ' είναι αυτό το μεγαλύτερο απ' όλα. Την τελευταία τούτη εκδοχή παραδέχονται ως ορθότερη οι περισσότεροι. Η Ελληνικότατη Μεγίστη - ο Στράβων την ονομάζει και Κισθίνη - κατοικήθηκε από τα πανάρχαια χρόνια της νεολιθικής και της μεσομινωϊκής εποχής. Ύστερα έγιναν άποικοί της, όπως και σε όλα τα Δωδεκάνησα, οι Δωριείς. Είχε δικό της τοπικό πολιτισμό, αν κρίνει κανείς από τ' αρχαία ευρήματα, επιγραφές, τάφους, τείχη, ερείπια του ναού του Απόλλωνος Μεγιστέως, και ιδίως ένα ολόχρυσο στεφάνι εξαιρετικής τέχνης που στολίζει το Μουσείο των Αθηνών. Η λατρεία του Απόλλωνα, επάνω απ’ όλες τις άλλες θεότητες, ήταν διαδεδομένη στο νησί καθώς και στα κοντινά παράλια της Μικρασίας, λ.χ. στα Πάταρα, όπου του είχαν στήσει ναό υπέρκαλλο με το άγαλμά του και όπου κυκλοφορούσαν ακόμη και νομίσματα με την κεφαλή του θεού στην μιαν όψη κ' ένα ρόδο στην άλλη. Δύο κεφαλαία ψηφία, ΜΕ, χαραγμένα στα νομίσματα σήμαιναν τη λέξη : Μεγιστέων. Η Μεγίστη έλαβε με τ' άλλα της τ' αδέρφια Δωδεκάνησα μέρος στην εκστρατεία της Τροίας. Αλλά και ως σύμμαχος των Αθηναίων τους βοήθησε στους αγώνες τους ενάντια στους Πέρσες. Για ένα χρονικό διάστημα το νησί είχε αποσπαστεί από τη μεγαλοαδερφή του, τη θαλασσοκράτειρα Ρόδο, το 300 π.Χ., μα γρήγορα ξαναγύρισε κάτω από την κραταιή κυριαρχία της, ακολουθώντας την ιστορική της πορεία, όπως και των άλλων Δώδεκα Νησιών, μέσα από των αιώνων το πέρασμα. Αφού έγινε κτήμα των Ρωμαίων, κυριεύεται ύστερα από τους Βυζαντινούς, για να καταλήξει το 1306 στους Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου. Οι πειρατικές επιδρομές από τα παράλια της Αφρικής και της Μικρασίας δεν αφήνουν το νησί να ησυχάσει. Οι κάτοικοί του κάθε λίγο καταφεύγουν για να σωθούν στο ψηλό του κάστρο, χτισμένο από τον Σωσικλέα Νικαγόρα, που το ανοικοδόμησε ο Ζουάν ντε Ερέντια (1377-1396), όγδοος Μεγάλος Μάγιστρος των Ιπποτών της Ρόδου, εντειχίζοντας σ' αυτό και το μεγαλόπρεπο οικόσημό του που παράσταινε επτά χρυσούς πύργους πάνω σε κόκκινο φόντο. ήταν οι επτά πύργοι που τους είχε αυτός προσθέσει μαζί με τα υπερύψηλα διπλά τείχη και τις πολεμίστρες, κάμνοντάς το ένα από τα δυνατότερα οχυρά του Αιγαίου πελάγους. Από τότε η Μεγίστη αλλάζει τ' όνομά της με την ξενική λέξη Καστελλόριζο, προερχόμενη από παραφθορά του Castel Rosso (Chateau Rouge), επειδή οι ψηλοί βράχοι όπου ορθώνεται το κάστρο, καθώς και άλλα τριγύρω τους βουνά, είναι κατακόκκινα. Έτσι με τον καιρό κυριάρχησε τούτο το τελευταίο όνομα στην αρχαία Μεγίστη, που το θαυμαστό της λιμάνι ήταν πάντα περιζήτητος ναυτικός σταθμός για ξένους και για δικούς μας στόλους, βάση, ορμητήριο και καταφύγιό τους σε κάθε στιγμή που η ανάγκη το καλούσε. Γι' αυτό και για το δυνατό του φρούριο με τ' όνομα του Αγίου Νικολάου, όπως και για την περίβλεπτη γεωγραφική θέση που κατέχει, το Καστελλόριζο δέχτηκε συχνά επιδρομές από αρπαχτικούς κουρσάρους, καθώς και από ισχυρούς δυνάστες. Οι Αιγύπτιοι, που έρχονται το 1440 με την αρμάδα τους, βομβαρδίζουν το κάστρο και κυριεύουν το νησί. Μα πάλι τους το παίρνουν οι Φράγκοι βοηθούμενοι από τον βασιλιά της Ισπανίας Αλφόνσο και τον Πάπα Νικόλαο Ε'. Έρχεται όμως και τούτων η σειρά ν' αφήσουν για πάντα το Καστελλόριζο όταν, το 1522, κυριεύει με το δυνατό του στόλο τα νησιά μας ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής. Η Μεγίστη υποτάσσεται χωρίς αντίσταση στο νέο της κυρίαρχο, πληρώνοντας μόνο έναν ετήσιο φόρο (μακτού), και διατηρεί τα προνόμια της θρησκείας, της γλώσσας, και τις εθνικές της παραδόσεις. Ο ναυτικός και ο εμπορικός στόλος του νησιού παίρνουν θέση περίβλεπτη ανάμεσα στη δωδεκανησιακή εμπορική ναυτιλία. Μα νέα πάλι επιδρομή έρχεται να ανακόψει την πρόοδο του Καστελλορίζου. Το 1659 το κυριεύουν οι Βενετοί, όσο που το ξαναπαίρνουν οι Τούρκοι, για να καταφθάσει τον Ιούλιο του 1788 ο ηρωικός θαλασσαϊτός Λάμπρος Κατσώνης και να πέσει σαν άγριος σίφουνας στο νησί. Στο κάστρο, δυνατά οχυρωμένο με 14 μεγάλα κανόνια και με 1150 αρματωμένους -καθώς λέει η παράδοση-, βρισκόταν αιχμάλωτη των Αλγερίνων η αρραβωνιαστική του ατρόμητου θαλασσινού Μαρία Σοφιανοπούλου. Ο Κατσώνης με το καταδρομικό του «Αθηνά της Άρκτου», έχοντας μαζί του είκοσι κανόνια καθώς και άλλα πλοία στις διαταγές του, ξεκίνησε από την αντικρινή Λυκία κ' ήρθε νύχτα να κυριέψει το Καστελλόριζο βομβαρδίζοντας το φρούριό του από την ανατολική πλευρά, ενώ ο υπόλοιπος στόλος του είχε αράξει, με σβησμένα τα φώτα και χωρίς να φαίνεται, κάτω από τους πελώριους βράχους προς τα δυτικά του. Από κει σκαρφάλωσαν κρυφά διακόσιοι ηρωικοί πεζοναύτες του Κατσώνη, στα σκοτεινά, χωρίς να τους πάρουν είδηση οι κλεισμένοι μέσα στο φρούριο Οθωμανοί, και τους έκαμαν αιφνιδιασμό, ενώ από κάτω ο γενναίος θαλασσομάχος έστελνε από την κορβέτα του βροχή τις κανονιές στο Κάστρο, γκρεμίζοντάς το σχεδόν ολόκληρο και σκοτώνοντας πολλούς Τούρκους. Η μάχη τούτη, που κράτησε ένα ημερονύκτιο, στάθηκε πολύ πεισματική. Όταν είδαν οι εχθροί πως δεν είχαν πια τη δύναμη ν' αντισταθούν στην ορμητική επίθεση των Ελλήνων, ύψωσαν λευκή σημαία και παράδωσαν το φρούριο με τον οπλισμό του στον Κατσώνη, αφού πρώτα του ζήτησαν, με την επέμβαση του Έλληνα μητροπολίτη, να τους υποσχεθεί πως άλλο δε θα τους πειράξει και πως θα τους στείλει με ασφάλεια στη Μικρασία. Ο ήρωας το υποσχέθηκε αφού πήρε από το μητροπολίτη τα κλειδιά του οχυρού και διάταξε να περάσουν οι νικημένοι, για απόδειξη υποταγής, κάτω από τα υψωμένα σπαθιά των νικητών. Ο Κατσώνης γκρέμισε το Κάστρο αφού σήκωσε όλο τον οπλισμό του,  μα το νησί έμεινε πάλι στους Τούρκους.

Σ' αυτό το μεταξύ ο ναυτικός κ' εμπορικός στόλος του Καστελλορίζου βρισκόταν πάλι στη μεγάλη άνθησή του. Ταξίδευε στα μεγαλύτερα λιμάνια της Μεσογείου, απ' όπου κουβαλούσε άπειρα πλούτη στο άγονο νησάκι που, από τις αρχές του Κ' αιώνα, βρισκόταν στη μεγαλύτερή του ακμή. είχε γεμίσει από ψηλά πετρόχτιστα αρχοντικά με δύο και τρία πατώματα για ν' αγναντεύουν από την παραλία ως την κορφή του ψηλού λόφου στα δεξιά το φημισμένο τους λιμάνι γεμάτο από δικάταρτα μπρίκια, από τρεχαντήρια, από τρικάταρτα μπάρκα μπέστια με τους πολλούς παπαφίγκους και τους μεγάλους φλόκους, ως τις περίφανες μπρατσέρες και τις γολέττες, που τις έφτιαχναν στους τοπικούς ταρσανάδες του Μαντρακιού κάτω από την επίβλεψη ενός ονομαστού πρωτομάστορη αρχιναυπηγού, του Νικολέτου Καράλλη, ή τις αγόραζαν έτοιμες από τη Γένουα, την Τεργέστη, τη Μασσαλία. Ακόμη σκούνες, λατινιάρικες βαρκούλες, ψαροκάικα κι ανεμότρατες γέμιζαν το λιμάνι, δίνοντάς του ένα τόνο οργασμού, προκοπής κ' εντατικής ζωντάνιας. Όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση του Εικοσιένα, οι Καστελλορίζιοι, από το φόβο της σφαγής των χριστιανών, έστειλαν τις οικογένειές τους στην Κάσο, Κάρπαθο και Αμοργό.

            Το νησί μένει έρημο με τα γεμάτα πλούτη αρχοντικά του, που κλαίγοντας οι δύστυχοι νησιώτες τ' αφήνουν πίσω έρμαια της αρπαγής και του ολέθρου. Ένας μονάχα μένει στο ακατοίκητο πια νησί, ένας καλόγερος με τ' όνομα Παϊσιος, που ασκήτευε στο ψηλό μοναστήρι, τον Αι-Γιώργη του Βουνιού, όπου είχε για κρυψώνα του ένα ξεροπήγαδο αθώρητο από ανθρώπου μάτι. Εκεί έζησε για καιρό άγνωστος ο φτωχός καλόγερος, περιμένοντας την επιστροφή των κυνηγημένων από τη μοίρα Καστελλοριζίων. Κι όταν από ψηλά τους αγνάντεψε, παραμονή του Προφήτη Ηλία, μακριά στο πέλαγος να ξαναγυρίζουν στο νησί, κατέβηκε τρέχοντας από το βουνό, έφτασε στην παραλία και ρίχτηκε ντυμένος στη θάλασσα, κολυμπώντας προς τα πλεούμενά τους να τους υποδεχτεί και να τους καλωσορίσει.

Οι άντρες του Καστελλόριζου αφού εξασφάλισαν τις οικογένειές τους στα νησιά που προαναφέραμε, πρόσφεραν από τους πρώτους τα πλοία τους και μεταβάλλοντάς τα σε μπουρλότα ρίχτηκαν στον Αγώνα. Βγήκαν, μαζί με τον Κανάρη, το Βώκο, το Βουδούρη, τον Αποστόλη, στα πέλαγα, κυνηγούσαν τον εχθρό όπου κι αν τον έβρισκαν, γράφοντας σελίδες δοξασμένες με τ' ανδραγαθήματά τους. Δυο απ' αυτά είναι και τούτα που έγιναν τον Ιούνιο του 1821. με τρία πυρπολικά τους οι Καστελλοριζιοί καπεταναίοι Γιάννης Διαμαντάρας και Χατζη-Στάθης Ζιμπίλλας, αφού αιχμαλώτησαν στο πέλαγος ένα τριπολίτικο καράβι με 5000 κιλά σιτάρι που το πήγαινε από τη Συρία στην Πόλη, ύστερα, μαζί με τους γενναίους Κ. Κουφή, Ι. Μολδοβάνο, Κ. Βογιανό και Κυρ. Καλαϊτζή, άνοιξαν ναυμαχία έξω από τον κόλπο της Αττάλειας, στο Παμφύλιο πέλαγος, με δυο τούρκικα καράβια. Τα ένα απ' αυτά ήταν το μπρίκι του Μεϊμεταλή Πασά με πολυάνθρωπο πλήρωμα από ναύτες Σκοντριανούς τουρκαρβανίτες, άλλους Ανατολίτες, και χατζήδες που γύριζαν από το χατζηλίκι της Μέκκας. Το πλοίο ήταν γεμάτο από ψηλά και χοντρά άρματα για πούλημα, από μπαρούτι και κανόνια, μα και από πλούσιες πραμάτειες χρυσοϋφάντων μεταξωτών της Ανατολής, εκτός από τους εφτά "χεπιέδες" γεμάτους φλουριά και τάλληρα. Οι Έλληνες το περικύκλωσαν και μέσα στη λυσσαλέα μάχη που έγινε, παρ' όλο που το μπαρούτι τους σώθηκε, εξακολούθησαν με σπαθιά, με ξύλα και με ότι άλλο έβρισκαν μπροστά τους, να χτυπούν, σκορπίζοντας το θάνατο στους καταπτοημένους εχθρούς. Απ' αυτούς σκοτώθηκαν είκοσι, ενώ οι υπόλοιποι χώθηκαν μέσα στο αμπάρι του πλοίου για να σώσουν τη ζωή τους. Ο καπετάνιος τους Μπαρμπαρέσσος, βλέποντας πως από ώρα σε ώρα οι Έλληνες θα' μπαιναν νικητές στο καράβι του, βάζει φωτιά στην πυριτιδαποθήκη. Το μισό ανατινάζεται στον αέρα, με όσους βρίσκονταν στην κουβέρτα. Πέφτει κι ο ίδιος στη θάλασσα για να σωθεί κολυμπώντας. Όμως δεν το κατορθώνει, γιατί οι Καστελλορίζιοι ναύτες τον έπιασαν και τον σκότωσαν. Από την πυρκαϊά του καιγόμενου οθωμανικού καραβιού κόντεψε να πάρει φωτιά και το ένα από τα Ελληνικά πυρπολικά. Αλλά γρήγορα την έσβησαν οι ναύτες του. Πολλά παρόμοια επεισόδια είχαν γίνει ανάμεσα στους Έλληνες του Καστελλόριζου και τους Τούρκους.

            Ύστερα από τη ναυμαχία που αναφέραμε και τη νίκη των Καστελλοριζίων, τα λάφυρα των τούρκικων καραβιών, στάρι, άρματα, μπαρούτι, ρουχισμός, ακριβά υφάσματα, χρυσά φλουριά και τάλληρα, μεταφέρθηκαν στο Καστελλόριζο, αλλά πάνω στη μοιρασιά οι καπεταναίοι με τους δημογέροντες έστησαν μεγάλο καυγά ποιοι θα πάρουν τα περισσότερα. Αυτό έγινε αιτία να διαιρεθούν οι Καστελλορίζιοι σε δύο εχθρικές ομάδες. Σ' αυτή την κατάσταση βρήκε το λαό του νησιού ένας επίσημος απεσταλμένος της επαναστατημένης Σύμης, ο δάσκαλος Γιώργης Αγγελίδης, που πήγαινε εκεί δυο γράμματα του Δημήτριου Υψηλάντη στους επαναστάτες. Μ' αυτά τα λόγια περιγράφει στην επίσημη έκθεσή του προς την Κυβέρνηση την εικόνα του επαναστατημένου νησιού:

"Την  Κυριακή το βράδυ στις 25 Ιουνίου 1821 φύγαμε από τη Σύμη. Τη Δευτέρα το πρωί καβατζάραμε το Σέττε Κάβο, και με τη δύση φτάσαμε στο Καστελλόριζο. Η σημαία του Σταυρού ήταν υψωμένη σ' όλα τα καράβια. Μα το λαό τον είδαμε χωρισμένο. Άλλοι ήταν μαζεμένοι έξω από το τζαμί, άλλοι στη σκάλα του λιμανιού και στον καφενέ της παραλίας, κ' οι πιο πολλοί έξω από το σχολείο. Εμείς, όταν πλησιάσαμε, σηκώσαμε τη σημαία μας και ρίξαμε 3-4 τουφεκιές για να καταλάβουν πως είμαστε επαναστάτες απεσταλμένοι. Μ' όλα αυτά το πλήθος δεν ενώθηκε αλλά έμενε χωρισμένο. άλλοι μας φωνάζανε ν' αράξουμε στη σκάλα κι άλλοι κοντά στο ναυπηγείο. Εμείς απορήσαμε, αλλά υποθέσαμε πως έτσι ήταν ορισμένο. Αράξαμε λοιπόν στη σκάλα, μια και βρισκόμαστε κοντύτερα. Πριν έβγω έξω, ανέβηκε στο καράβι ο κλητήρας της Καγκελλαρίας, με πήρε και μ' οδήγησε στο σχολείο. Εκεί όλοι με ρωτούσαν.

            -Πρώτα-πρώτα να μου πείτε γιατί είσαστε διαιρεμένοι. Ένας δημογέροντας ανάλαβε να μου απαντήσει: "Έχουμε πόλεμο μεταξύ μας!" Και συνέχισε:

            -Αρματώσαμε με έξοδα της κάσας τρία καράβια, τα μεν δυο να πάνε στο κούρσος και το ένα να περιέρχεται το νησί, με τη συμφωνία ότι λάφυρα πιάσουν, τα μισά να πάρει η κάσα και τ' άλλα μισά τα καράβια με τους ναύτες τους. Η εκστρατεία επέτυχε κ' έπιασαν δυο καράβια λάφυρα. Το ένα με χατζήδες, Σκοντριανούς Τούρκους, και το άλλο με στάρι 5.000 σχεδόν κιλά. Οι καπεταναίοι μας, όμως, τώρα ούτε τη συμφωνία θέλουν να βαστάξουν ούτε και θέλουν να δώσουν τα εφόδια για ν' αρματώσουμε άλλα καράβια. Γι' αυτό βρισκόμαστε σε πόλεμο με τους καπεταναίους αυτούς και με τους ανθρώπους τους.

            Όταν τελείωσε ο δημογέροντας, τους διάβασα το πασσαπόρτι μου, που έγραφε πως έρχουμαι με γράμματα του Υψηλάντη, και τους είπα πως τώρα δεν είναι καιρός για φιλονικίες και διχόνοιες. Τους σύστησα δε να φωνάξουν και τους τρείς καπεταναίους να συζητήσουμε. Σαν ήρθαν και αυτοί τους είπα ότι δε θα τους παραδώσω τα γράμματα του Υψηλάντη αν δεν συμβιβαστούν προηγουμένως μεταξύ τους. Αυτοί συμφώνησαν και τότε εγώ τους διάβασα το γράμμα.

            Την άλλη μέρα το πρωί αρχίσαμε τη μοιρασιά των λαφύρων. Από τα μετρητά, που έφταναν τα 100 πουγγιά, το ταμείο πήρε το ένα τρίτον, και τα υπόλοιπα τα μοίρασαν τα τρία καράβια. Από τα ρούχα το ταμείο δεν πήρε τίποτα, αλλά τα μοίρασαν μεταξύ τους τα δύο καράβια που έλαβαν μέρος στη ναυμαχία. Το τρίτο καράβι, που έμεινε μακριά, πήρε τα μετρητά, 120 ζεμπίλια ρύζι και στάλθηκε στην Ύδρα με γράμματα να φέρει μπαρούτι.

            Από το στάρι, το ένα τρίτον μοιράστηκε στα σπίτια που δεν είχαν ανθρώπους στη ναυμαχία, από ένα κιλό κάθε ψυχή. Το άλλο τρίτο το πήραν εκείνα που πολέμησαν, και το υπόλοιπο έμεινε να πουληθεί απ’ την Καγκελλαρία όπως αυτή ορίσει."

 

Όταν ύστερα από την Επανάσταση του Εικοσιένα ελευθερώθηκε η Ελλάδα από τον οθωμανικό ζυγό πιστεύτηκε πως και τα Δωδεκάνησα θα' βρισκαν κι αυτά τη λύτρωσή τους. Μα –καθώς κι άλλες φορές το είπαμε- αν για πολύ λίγο διάστημα ανάπνευσαν τον ελεύθερο αέρα της ποθητής Πατρίδας, ήρθε το πρωτόκολλο του Λονδίνου στα 1830 που τους όριζε να ξαναγυρίσουν πάλι κάτω από την οθωμανική κυριαρχία και να δοθεί αντί γι' αυτά και για τη Σάμο ή Εύβοια στην Ελλάδα.. το Καστελλόριζο μαζί με τ' άλλα Δωδεκάνησα υπόμεινε κι αυτό την ίδια μοίρα χωρίς να χάσει τη ναυτιλιακή του ζωτικότητα. Αντίθετα, όλο και πρόκοβε όχι μόνο σ’ εμπορική και ναυτική ακμή και κίνηση αλλά και σε πνευματική εξέλιξη και πρόοδο. Ιδρύθηκαν σχολεία ονομαστά, σαν τη Σαντραπεία Σχολή, και άλλα όπου ελάβαιναν φωτισμένη μόρφωση πολλές γενιές του τόπου. χτίστηκαν, με το ευλαβικό χριστιανικό πνεύμα που διακρίνει τους Καστελλορίζιους, μεγαλόπρεπες εκκλησίες με πλούσια εικονογράφηση και πολυτελή τέμπλα, όπως αυτές που προαναφέραμε.

            Το νησί είχε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ένα διοικητή (καϊμακάμη) με λιγάριθμο προσωπικό, αν και αυτός ήταν εκεί για τον τύπο, γιατί ουσία το διοικούσαν οι τοπικοί δημογέροντες, άνθρωποι φωτισμένοι, με αίσθημα βαθύτατα ελληνικό, που διατηρούσαν αγνές τις παραδόσεις και την εθνική τους συνείδηση. Έτσι ήρθε εποχή που το μικρό Καστελλόριζο ήταν ένα από τα πιο ευτυχισμένα νησιά της Δωδεκανήσου με τα πλούτη του, με την αρχοντιά του και χάρη στον πλούσιο από ιστιοφόρα στόλο του με τα επικερδέστατα ταξίδια του. Για τη μεγάλη ναυτική άνθηση του νησιού πριν από τους δύο παγκοσμίους πολέμους έγραφε μια σχετική στατιστική του τόπου τα ακόλουθα: "Το 1909 είχομεν ιστιοφόρα ανήκοντα εις συμπατριώτας μας: α) Μπάρκα-μπέστια τριϊστια, χωρητικότητος 35 με 45 χιλιάδων κιλών, 15. β) Μπρίκια, χωρητικότητος 4 μέχρι 21 χιλ. Κιλών, περί τα 45. δ) Μπρατσέρες, 1000-3500 κιλών, περί τα 35. Και ε) βάρκες (λατίνια, υδραίϊκα, ψαράδικα κ.τ.λ.), περί τας 60. η πλειονότης του άρρενος πληθυσμού της νήσου μας εχρησιμοποιείτο τότε δια την επάνδρωσιν των ανωτέρω ιστιοφόρων."

            Το Μάρτη του 1913, βλέποντας οι Καστελλορίζιοι πως ο ελληνικός στόλος κυρίευε τα νησιά του Αιγαίου που δεν τα είχαν καταλάβει οι Ιταλοί, ξεσηκώθηκαν σ' επανάσταση γυρεύοντας κι αυτοί τη λευτεριά τους από την τούρκικη επιτόπια διοίκηση. Σε τούτο τον αγώνα τους βρήκαν θερμή υποστήριξη από τριανταπέντε Κρητικούς με τον επικεφαλής οπλαρχηγό τους Μανώλη Δασκαλάκη, που ναύλωσαν επίτηδες ένα βαπόρι, "Ρούμελη", το γέμισαν άρματα κ' ήρθαν να καταλάβουν το νησί «εν ονόματι του βασιλέως Γεωργίου του Α'. Οι Τούρκοι δεν πρόβαλαν καμιάν αντίσταση. Ήρθε τότε ως "διοικητής-σύμβουλος" του Καστελλόριζου ο Βασίλειος Τζαβέλλας, τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς. Το επί τόσους αιώνες σκλαβωμένο νησάκι πανηγύρισε με ασυγκράτητο ενθουσιασμό τη λύτρωσή του. Όμως δεν του ήταν γραφτό και για πολύ να τη χαρεί. Σε τρία χρόνια έρχονται οι Γάλλοι, καταργούν τις ελληνικές αρχές και θρονιάζονται στο άτυχο Καστελλόριζο, για να το παραδώσουν στα 1920 στην Ιταλία. Ο ναύαρχος Μορνέ κατεβάζει τότε τη γαλλική σημαία και ο ναύαρχος Γκαλεάνι υψώνει την Ιταλική. Το λαμπρό του λιμάνι γίνεται βάση των Ιταλικών υδροπλάνων, που ξεκινούν από εκεί για να βομβαρδίσουν την Κύπρο και την Αλεξάνδρεια. Απ' αυτή τη μοιραία και σκοτεινή στιγμή το αρχοντικό νησί τυλίγεται στο πένθος και στη θλίψη, όπως είχε κιόλας γίνει, πριν οχτώ χρόνια, με την ιταλική κατοχή και στ' άλλα Δωδεκάνησα. Η μεγάλη του ακμή, η ναυτιλία, το εμπόριο, τα γράμματα πέφτουν σε μαρασμό. Οι κάτοικοί του, μη υποφέροντας τον ασήκωτο φασιστικό ζυγό, που μέρα με την ημέρα γινόταν αγριότερος, όσοι μπορούν εκπατρίζονται πηγαίνοντας στην Αυστραλία. Καθώς γράφει ο σοφός Καστελλορίζιος γυμνασιάρχης και ποιητής Πετρίδης, που με βαθύτατο πόνο περιγράφει την τραγωδία της αγαπημένης του πατρίδας, οι νέοι κατακτητές «επέβαλαν στους άμοιρους νησιώτες περιορισμούς που μόνον φασιστική νοοτροπία μπορούσε να σχεδιάσει και φασιστικός σαδισμός να επιβάλει. Τους εβασάνιζαν για την πιο μικρή υποψία, και συχνά χωρίς αφορμή. Δεν τους άφησαν έπιπλο, σκεύος οικιακό, τρόφιμα, κατοικίδια ζώα. Από τους 8000 κατοίκους είχαν μείνει λιγότεροι των 2000 εξαιτίας των καταπιέσεων και των διωγμών. Είχαν μεταβάλει σε ιταλικά τα κοινοτικά σχολεία τους και υπονόμευαν σατανικά την ορθόδοξη θρησκεία τους..."

Όταν τον Φλεβάρη του 1941 ήρθαν 600 Άγγλοι κι αποβιβάστηκαν στο Μαντράκι, νομίστηκε πως έφτασε η ώρα της σωτηρίας όλης της Δωδεκανήσου. Οι φασίστες είχαν ταμπουρωθή στο Παλαιόκαστρο όπου, μόλις έφτασαν οι Άγγλοι ως εκεί, τους παραδόθηκαν χωρίς αντίσταση. Τα σπίτια και τα πλοία σημαιοστολίστηκαν, οι καμπάνες γέμισαν τον αέρα με το χαρούμενον αχό τους, ο κόσμος ψάλλοντας θριαμβικά τραγούδια ξέσκιζε και ποδοπατούσε στους δρόμους τις εικόνες του δικτάτορα της ιμπεριαλιστικής μεγαλομανίας. Όμως το ξέσπασμα τούτο της χαράς όχι μόνο δεν κράτησε για πολύ, αλλά και πληρώθηκε βαριά την άλλη και την παρ' άλλη μέρα, όταν ήρθαν, σα μανιασμένα, τα ιταλικά βομβαρδιστικά και χτύπησαν με λύσσα το Καστελλόριζο, αναγκάζοντας τους Άγγλους να το εγκαταλείψουν. Τότε το φασιστικό μίσος έφτασε στο κατακόρυφό του. Το τι ετράβηξαν οι δύστυχοι κάτοικοι του νησιού από τα βασανιστήρια, τους ξυλοδαρμούς και τις εκτελέσεις είναι απερίγραπτο. Οι φασίστες πήραν καμπόσους νησιώτες, τους έστειλαν στη Ρόδο κι από κει τους εξόρισαν σιδηροδεμένους σ' ένα στρατόπεδο της Ιταλίας, το Σαν Τζουλιάνο. Από κει και πέρα το Καστελλόριζο ζεί στο πένθος και στην τρομοκρατία επί δυο χρόνια. Οι κάτοικοί του, και όταν έρχεται ακόμη στο λιμάνι, τον Οκτώβριο του 1943, το ελληνικό αντιτορπιλικό "Παύλος Κουντουριώτης" αποβιβάζοντας, χωρίς ιταλική αντίσταση, δυνάμεις κατοχής, δεν τολμούν ούτε στην παραλία να βγουν για να το χαιρετήσουν,  αλλά μέσα από τα μισόκλειστα παράθυρά τους παρακολουθούν με καρδιοχτύπι τη νέα απόβαση και δεν βγαίνουν στους δρόμους να προβούν σ’ εκδηλώσεις. "Το προηγούμενο πάθημα τους έγινε μάθημα." Η σκληρή και ζηλόφθονη μοίρα του νησιού σαν άγρια πάλι μαινάδα έρχεται τώρα να ξεσπάσει τη θηριωδία της πάνω του. Ύστερα από δυο μήνες νέος βομβαρδισμός των Ιταλών βγάζει τους Άγγλους από κει, για να φτάσουν σε λίγο από τη Ρόδο σε κύματα τα γερμανικά στούκας και ν' αρχίσουν μαζί τους άγριες αερομαχίες για να ολοκληρώσουν τη συντελεσμένη καταστροφή, απογκρεμίζοντας όσα σπίτια έμεναν ακόμη όρθια.

Από δω αρχίζει η ζωντανή αφήγηση της δραματικής φυγής των κατοίκων, 850 τον αριθμό, από το τραγικό νησί τους, όπως την ιστόρησε η Καμαριανή γυναίκα του φούρναρη Χούλη:

"Την ημέρα που άρχισε ο βομβαρδισμός των Γερμανών ήταν ημέρα Σάββατο του Οχτώβρη 1943. ο Άγγλος διοικητής ειδοποίησε τον πληθυσμό να φύγει γρήγορα με τα πλεούμενα του λιμανιού προς την αντικρινή ακτή της Ανατολής, στον Αντίφελλο, γιατί θα γινόταν μεγάλο κακό στο νησί μας. Σηκωθήκαμε πανικόβλητοι, αφήσαμε το φαϊ μας στη μέση –ήταν μεσημέρι- κ' εφεύγαμε με την ψυχή στο στόμα και μόνο μ' αυτά που φορούσαμε. Ότι είχαμε και δεν είχαμε χρυσαφικά, τζοβαϊρικά, ρουχισμό, χαλκώματα, χαλιά της Προύσας και της Ανατολής, όλα μείναν έρημα και σύξυλα για να σωθεί η δική μας ζωή και των παιδιών μας. Ο Άγγλος είχε στείλει εντολή στους Τούρκους να περιποιηθούν τους πρόσφυγες δίνοντας στον καθένα από 30 γρόσια την ημέρα για την διατροφή τους. Ξεμακραίνοντας από την πατρίδα μας βλέπαμε απο πάνω της να καίγεται ο ουρανός από τις αερομαχίες, και όταν φτάσαμε στον Αντίφελλο, είδαμε το άμοιρο νησάκι μας βουτηγμένο στις φλόγες ολόκληρο, να λαμπαδιάζουν απ' αυτές όλος ο ουρανός κ' η θάλασσα, και ο καπνός, σα μαύρο σύννεφο δαιμονικό, να το σκεπάζει ολόκληρο. Γιατί, καθώς εμάθαμε, δεν ήταν μόνον οι βομβαρδισμοί που το κατάστρεψαν, αλλά οι πυρκαγές από τις χυμένες με τους σωλήνες βενζίνης κι από μια σκόνη εμπρηστική που μ' αυτές, αφού λεηλάτησαν τα πλούτη και τ' αρχοντικά μας, τους έβαλαν φωτιά κ' εκάψανε απ' άκρη σ' άκρη την πανώρια πολιτεία. Τι σπαραγμός ήταν για μας αυτή η καταστροφή, κανένας δε μπορεί ποτέ να το πιστέψει.

            Μείναμε στον Αντίφελλο ως έξι μέρες. Από κει μας πήγαν οι Άγγλοι στην Κύπρο σε μια καραντίνα (στρατόπεδο) λεγόμενη Μαυροβούνι, ύστερα σε μιαν άλλη Κοκκινοτρυμιθιά κι από κει στο Ξηρό. Μας έβαλαν ύστερα σε βαπόρια μαζί με άλλους Δωδεκανήσιους και μας πήγαν στη Χάιφα της Παλαιστίνης σ' ένα στρατόπεδο Άτλη. Από κει μας φόρτωσαν σε τραίνα για το Νουζεϊράτ, κοντά στην πολιτεία της Γάζας, όπου είχαν μαζευτή 14.000 Έλληνες, Σαμιώτες και Δωδεκανήσιοι. Εκεί μείναμε επί δυο χρόνια σε τσαντήρια μέσα σε τέσσερις μεγάλους κάμπους, για να μας μεταφέρουν έπειτα στον Κάμπο Ελισάτ (El Shat) κοντά στο κανάλι του Σουέζ. Αφού μείναμε κ' εκεί λίγο καιρό, οι Άγγλοι έδωσαν διαταγή να γυρίσουμε στο Καστελλόριζο. Αλλά σε ποιο Καστελλόριζο, που δεν υπήρχε ούτε λιθάρι όρθιο απ' αυτό; Μα η λαχτάρα του γυρισμού στον αγαπημένο έρημο βράχο μας, απ' όπου μας ξερίζωσε ο αναθεματισμένος πόλεμος, μας έφλεγε την ψυχή. Ας ερχόμαστε στο νησάκι μας κι ας πεθαίναμε την ίδια ώρα –λέει αναστενάζοντας βαθιά η πονεμένη αυτή γυναίκα, ενώ τα μάτια της πλημμυρίζουν από τα δάκρυα και η φωνή της πνίγεται από τη συγκίνηση στο λάρυγγά της-. Βλέπετε τώρα και σεις με τα μάτια σας το κακό που μας ηύρε. Όσα κι αν σας πω είναι τίποτα, τα λόγια είναι φτώχεια σε τούτη την περίσταση!"

            Κι αλήθεια, είχα δει από την πρώτη στιγμή κ' εξακολουθούσα να βλέπω το ζωντανό δράμα αυτών των άτυχων ανθρώπων.

Απάνω απ’ όλα όσα ιστορίσαμε, σα να μην έφταναν τ' ατέλειωτα μαρτύρια που τράβηξαν οι πολυβασανισμένοι Καστελλορίζιοι, ήρθε μαζί και η φοβερή πυρκαϊά που τους βρήκε μέσα στο πέλαγος τον Οκτώβριο του 1945, όταν, ύστερα από δυο χρόνια εξορία από το καταστρεμμένο τους νησί, γύριζαν πίσω να βρουν ένα άμορφο ερειπωμένο χώρο, μη γνωρίζοντας πια ούτε που ήταν τα σπίτια τους και τα νοικοκυριά τους, που οι εκκλησίες και που τα μαγαζιά τους.

Καθώς είχαν τότε διατάξει οι αγγλικές αρχές, ήταν καιρός πια οι Καστελλορίζιοι να γυρίσουν στο νησί τους από τα στρατόπεδα όπου τους είχαν συγκεντρώσει. Δυο αποστολές με εγγλέζικα βαπόρια είχαν κιόλας ξεκινήσει από τη Χάιφα με τους ξεριζωμένους, φέρνοντάς τους στην έρημη πατρίδα τους. Από το πρώτο της αντίκρισμα ξέσπασαν σε γόους και κοπετούς, σε οδυρμούς και μοιρολόγια, μη αναγνωρίζοντας πια το πριν ευτυχισμένο, γεμάτο αρχοντιά και πλούτη δυστυχισμένο τους νησάκι. Έφερναν ως τόσο λίγα χρήματα και ρουχισμό που τους έστειλαν οι πλούσιοι συμπατριώτες τους της Αυστραλίας, κ' έτσι με αυτά τα λίγα δημιούργησαν σιγά-σιγά κάποιο μικρό νοικοκυριό. Η Τρίτη αποστολή των Καστελλοριζιών, 300 τον αριθμό, ήταν εκείνη που είχε τα περισσότερα χρήματα με το ρουχισμό μέσα σε 200 μεγάλα κιβώτια. Ξεκίνησε από το Πόρτ-Σαϊτ μ' ένα αυστριακό μεγαλοβάπορο, το "Empire Patrol". Το πλοίο δεν είχε ξεμακρύνει περισσότερο από εξήντα μίλια από το λιμάνι και πιάνει ξαφνικά πυρκαϊά. Ήταν η ώρα δέκα το πρωί, κ' η θάλασσα πολύ φουρτουνιασμένη. Με τον αέρα που είχε σηκωθή, η φωτιά, ξεπηδώντας από την πλώρη του πλοίου, όλο και φούντωνε καθώς προχωρούσε προς τη μέση και την πρύμνη του, κυνηγώντας με τις φλόγες της τους άμοιρους ανθρώπους. Ο πανικός που δημιουργήθηκε ήταν αφάνταστος. Πολλοί, για να μην καούν ζωντανοί, έπεφταν στη θάλασσα, μόλο που τα κύματα ήταν γύρω τους βουνά, γυρεύοντας σ' αυτά τη μάταιη σωτηρία τους. Από το βαπόρι έριχναν σωσίβια, σανίδια, βάρκες ναυαγοσωστικές σ' αυτούς που χαροπάλευαν προσπαθώντας ν' αρπαχτούν από κάπου. Κ' ήταν κάθε ηλικίας άνθρωποι: γέροι, νέοι, γυναίκες, παιδιά. Μέσα στο φοβερόν αγώνα πνίγηκαν τριανταπέντε απ’ αυτούς. Ένα κοριτσάκι οχτώ χρονών το ρούφηξε από το κεφάλι ένα πελώριο σκυλόψαρο. Είδαν από ψηλά, όσοι ακόμα ήταν στο κατάστρωμα, τα ποδαράκια του παιδιού να εξέχουν από το στόμα του κήτους και να σπαράζουν απελπιστικά, όσο που το θαλάσσιο θεριό βυθίστηκε στο υγρό χάος. Προτού καεί ο ασύρματος έδωσαν από το πλοίο σήμα του κινδύνου.

            Οι άνθρωποι, τρελοί από την αγωνία, είχαν συγκεντρωθή στην κουβέρτα της πρύμνης, περιμένοντας να φτάσει ως εκεί η φωτιά για να ριχτούν κι αυτοί στην αφρισμένη θάλασσα. Για καλή τους τύχη κείνη την ώρα μόλις έφευγε από το Πόρτ-Σάιτ ένα αγγλικό αεροπλανοφόρο, το "Τράουζεν". Έλαβε το σήμα κ' έστειλε αμέσως στον τόπο της συμφοράς ένα αεροπλάνο με σωσίβια, με πακέτα ρουχισμό, με τρόφιμα και φάρμακα. Ποιος όμως μπορούσε να δώσει προσοχή σ' αυτά αφού όλοι πάλευαν με τον χαμό τους; Η φωτιά άρχισε να τρώει με λύσσα τα έγκατα του πλοίου με κατεύθυνση προς την πρύμνη. Μερικοί άρχισαν να πέφτουν στο νερό από ψηλά δεμένοι με σκοινιά. Όμως το κύμα τους χτυπούσε στην καυτή λαμαρίνα του σκάφους κ' εκαίγονταν οι σάρκες τους. Είδα στο Καστελλόριζο μια γυναίκα και το παιδάκι της με φοβερά εγκαύματα στο σώμα. Όταν η φοβερή αυτή τραγωδία έφτασε στο κορύφωμά της και δεν υπήρχε πια καμιά ελπίδα σωτηρίας, ύστερα από τρείς ώρες φάνηκε να' ρχεται επιτέλους το αεροπλανοφόρο. Πλησίασε το φλεγόμενο πλοίο, πήρε πρώτα όσους ήταν έτοιμοι να καούν ζωντανοί κ' ύστερα έριξε ατμάκατες και βάρκες με 16 κωπηλάτες και μάζεψε τους ναυαγούς μεσ' απ' τα κύματα. Τους έβαλαν όλους σε κρεβάτια, άλλους λιπόθυμους, άλλους μισοπεθαμένους, τους τόνωσαν μ' ενέσεις, με φάρμακα, με τροφές και πιοτά, τους έντυσαν με νέα ρούχα -στις γυναίκες έδωκαν αντρικά- και τους ξαναγύρισαν στο Πόρτ-Σαιτ για να τους ξαναμεταφέρουν με σιδηρόδρομο στο Ελισάτ (El Shat) όπου και έμειναν δυο μήνες. Όλοι οι ελληνικοί σύλλογοι, οι Εβραίοι, οι Αραπάδες, βοήθησαν με χρήμα και με ρουχισμό τους Καστελλορίζιους, μα πιο πολύ απ' όλους ένας Αιγύπτιος Έλληνας λεγόμενος Μάρκο Μπέης, καθώς και οι πλούσιοι συμπατριώτες τους της Αυστραλίας. Ύστερα από το φρικιαστικό αυτό δράμα γύρισαν στη βασανισμένη τους πατρίδα όσοι απόμειναν ζωντανοί, για ν' αντικρίσουνε κι αυτοί τη θλιβερήν εικόνα της συντελεσμένης καταστροφής της. Ανάμεσα στους ναυαγούς ήταν και οι δυο γηραιές δασκάλες η Αναστασία Αρναούτογλου και η Μαρία Σαμίου, καθώς και η νεώτερη δασκάλα Δέσποινα Δημητρίου, που τις ξέσυραν κι αυτές με την ψυχή στο στόμα.

Κ' έρχονται, όπως τραγικός επίλογος ίδιος με μοιρολόγι, να κλείσουν την παραπάνω δραματική εικόνα οι απελπισμένοι στίχοι του ποιητή:

Απ' τα καράβια σου ορφανό 'πόμεινες πια, νησάκι,

φουρτούνες και τορπιλλισμοί σου τα 'στειλαν στα βύθη,

γι' αυτό σβησμένη είν' η χαρά στων νησιωτών τα στήθη

κ' η φτώχεια κλει καθημερινά κι από 'να σου σπιτάκι,

και φεύγει κάθε σπιτικό με μάτια βουρκωμένα,

για να βρει ζήσης ψίχουλα σε περιγιάλια ξένα.


Το πιο πάνω κείμενo της Ιστορίας του Καστελλόριζου, είναι αντιγραφή από το βιβλίο «ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ» της ΑΘΗΝΑΣ ΤΑΡΣΟΥΛΗ, στον τρίτο τόμο, έκδοση 1950